καταιβασία

καταιβασία
καταιβασία και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης]
1. κατάβαση*
2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι
οι κεραυνοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καται- (ποιητ. τ. τού κατά) + -βασία (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα-βασία υπερ-βασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταιβασίαι — καταιβασίᾱͅ , καταιβασία thunderbolts fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβασίη — καταιβασία thunderbolts fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”